- καταβιωσις
- καταβίωσιςκατα-βίωσις-εως ἥ жизненный путь, жизнь
εἰς καταβίωσιν τέν ἡσυχίαν ἄγειν Diod. — вести спокойную жизнь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰς καταβίωσιν τέν ἡσυχίαν ἄγειν Diod. — вести спокойную жизнь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταβίωσις — καταβίωσις, ἡ (Α) [καταβιώ] 1. το τέλος τής ζωής 2. η έδρα, το μέρος, η κατοικία όπου κάποιος διαμένει, όπου ζει … Dictionary of Greek
καταβίωσις — decline of life fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβίωσιν — καθάπτω fasten aor subj pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) καταβαίνω go aor subj act 3rd pl (doric) καταβίωσις decline of life fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)